προνοητικός

προνοητικός
[проноитикос] επ предусмотрительный.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προνοητικός" в других словарях:

  • προνοητικός — provident masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικός — ή, ό / προνοητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προνοητής] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει 2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν...… …   Dictionary of Greek

  • προνοητικός — ή, ό αυτός που προνοεί, ο προβλεπτικός, που φροντίζει έγκαιρα: Χωρίς προνοητική διοίκηση δεν υπάρχει καλή οργάνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προνοητικά — προνοητικός provident neut nom/voc/acc pl προνοητικά̱ , προνοητικός provident fem nom/voc/acc dual προνοητικά̱ , προνοητικός provident fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικώτερον — προνοητικός provident adverbial comp προνοητικός provident masc acc comp sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικῶν — προνοητικός provident fem gen pl προνοητικός provident masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικόν — προνοητικός provident masc acc sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικώτατα — προνοητικός provident adverbial superl προνοητικός provident neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικώτατον — προνοητικός provident masc acc superl sg προνοητικός provident neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικαῖς — προνοητικός provident fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνοητικαί — προνοητικός provident fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»